dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
θωράκιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abschirmung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
θωράκιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Geschützturm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
θωράκιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Panzerung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)