dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
θρησκόληπτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bigott
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
θρησκόληπτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertrieben religiös
Ⓦ
Ⓖ
…