dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
θολώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
trüben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θολώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich trüben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θολώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vernebeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)