dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
θερμοκήπιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Treibhaus
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θερμοκήπιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Glashaus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
θερμοκήπιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gewächshaus
Ⓦ
Ⓖ
…