dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
θεολογική σχολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Seminar
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
θεολογική σχολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
theologische Fakultät
Ⓦ
Ⓖ
…