dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
θεοκρατία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Theokratie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
θεοκρατία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gottesstaat
Ⓦ
Ⓖ
…