dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
θεμελιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θεμελιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Behauptung untermauern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θεμελιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θεμελιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
untermauern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θεμελιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
den Grundstein legen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θεμελιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
den Grundstein legen zu
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θεμελιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das Fundament legen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)