dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
θαμώνας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stammgast
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
θαμώνας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stammkunde
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
θαμώνας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stammkundin
Ⓦ
Ⓖ
…