dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
θέρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sommer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
θέρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lese
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
θέρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erntezeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
θέρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ernte
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)