dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ημιώροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Halbgeschoss
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ημιώροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Halbstock
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ημιώροφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zwischengeschoss
Ⓦ
Ⓖ
…