dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
ημερεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beruhigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ημερεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich beruhigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ημερεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zahm werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ημερεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zähmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)