dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ηλεκτρική αντίσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Impedanz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ηλεκτρική αντίσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
elektrische Widerstand
Ⓦ
Ⓖ
…