dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ηθοποιός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schauspieler
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ηθοποιός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Darsteller
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ηθοποιός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Darstellerin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ηθοποιός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schauspielerin
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)