dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ζηλιάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eifersüchtig
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ζηλιάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Neider
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ζηλιάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neidisch
Ⓦ
Ⓖ
…