dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εφοδιασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Versorgung
Ⓦ
Ⓖ
…
εφοδιασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nachschub
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
εφοδιασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausstattung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)