dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
ευνοούμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Begünstigte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ευνοούμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Günstling
Ⓦ
Ⓖ
…