dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
ευθυδικία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
gerechtes Urteil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ευθυδικία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
gutes Urteilsvermögen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ευθυδικία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
mildes Urteil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ευθυδικία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nachsicht
Ⓦ
Ⓖ
…