dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ευάερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
luftig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ευάερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gut durchlüftet
Ⓦ
Ⓖ
…