dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
εστεμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gekrönt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εστεμμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kronenträger
Ⓦ
Ⓖ
…