dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
εργάτης σιδηροδρόμου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bahnarbeiter
Ⓦ
Ⓖ
…