dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
επιχειρηματικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unternehmergeist
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιχειρηματικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Diskussionsfreudigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιχειρηματικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Unternehmertum
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιχειρηματικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unternehmungslust
Ⓦ
Ⓖ
…