dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επιτρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erlauben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επιτρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gestatten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επιτρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zulassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιτρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gelten lassen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)