dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επιστεγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überdachen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιστεγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
krönen
Ⓦ
Ⓖ
…