dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
επισπεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschleunigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επισπεύδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betreiben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)