dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
επιρρέπεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anfälligkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιρρέπεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιρρέπεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tendenz
Ⓦ
Ⓖ
…