dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επιορκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Meineid leisten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιορκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
seinen Eid brechen
Ⓦ
Ⓖ
…