dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
επικαιρότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aktualität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επικαιρότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zeitgeschehen
Ⓦ
Ⓖ
…