dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
επικάλυψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abraum
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
επικάλυψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Überdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επικάλυψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Überziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επικάλυψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beschichtung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)