dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
επιδοτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bezuschussen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιδοτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
subventionieren
Ⓦ
Ⓖ
…