dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
επιβάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Passagier
Ⓦ
Ⓖ
…
επιβάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fahrgast
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)