dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επεξεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bearbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επεξεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επεξεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επεξεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επεξεργάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…