dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
επανεισαγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wiedereinfuhr
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επανεισαγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wiedereinbürgerung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επανεισαγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wiedereinführung
Ⓦ
Ⓖ
…