dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
επαγγελματική κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
berufliche Bildung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επαγγελματική κατάρτιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Berufsstatus
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)