dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
επαγγελματική εξέλιξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beförderung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επαγγελματική εξέλιξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Promotion
Ⓦ
Ⓖ
…