dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
επίταξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beschlagnahme durch das Militär
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επίταξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επίταξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vereinnahmung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)