dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
επέκταση προς ανατολάς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Osterweiterung
Ⓦ
Ⓖ
…