dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εξοικονόμηση ενεργείας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Energieeinsparung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξοικονόμηση ενέργειας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Energiesparen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εξοικονόμηση ενέργειας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Energiebeschaffung
Ⓦ
Ⓖ
…