dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
εξαναγκασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zwang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εξαναγκασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erzwingung
Ⓦ
Ⓖ
…