dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εξίσωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gleichung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξίσωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Angleichung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξίσωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausgleich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)