dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
εντολοδόχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Auftragnehmer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
εντολοδόχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mandatar
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εντολοδόχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beauftragte
Ⓦ
Ⓖ
…