dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
ενισχυτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unterstützer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ενισχυτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verstärker
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)