dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ενδιάμεσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vermittler
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ενδιάμεσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zwischen-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ενδιάμεσος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dazwischen befindlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)