dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εμφιάλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abfüllung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εμφιάλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Flaschenabfüllung
Ⓦ
Ⓖ
…