dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ελαφρυντικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mildernd
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ελαφρυντικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
strafmildernd
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ελαφρυντικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erleichternd
Ⓦ
Ⓖ
…