dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ελαιογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ölmalerei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ελαιογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ölbild
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ελαιογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ölgemälde
Ⓦ
Ⓖ
…