dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εκσπερματώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ejakulieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκσπερματώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abspritzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκσπερματώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Samenerguss haben
Ⓦ
Ⓖ
…