dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εκδοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fassung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εκδοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Version
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εκδοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Auslegung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εκδοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Deutung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)