dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
εκατέρωθεν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beidseitig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
εκατέρωθεν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auf beiden Seiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
εκατέρωθεν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beiderseits
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
εκατέρωθεν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gegenseitig
Ⓦ
Ⓖ
…