dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εισχωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einbrechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εισχωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eindringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εισχωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterwandern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εισχωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vordringen
Ⓦ
Ⓖ
…