dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εισφέρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εισφέρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beitragen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)